ἐξοπλίζει

ἐξοπλίζει
ἐξοπλίζω
arm completely
pres ind mp 2nd sg
ἐξοπλίζω
arm completely
pres ind act 3rd sg
ἐξοπλίζω
arm completely
pres ind mp 2nd sg
ἐξοπλίζω
arm completely
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποστολέας — ο (ΑΜ ἀποστολεύς) [αποστέλλω] αυτός που αποστέλλει κάτι σε κάποιον νεοελλ. 1. αυτός που στέλνει επιστολή, τηλεγράφημα ή δέμα, σημειώνοντας το όνομα και τη διεύθυνση του 2. αυτός που αναλαμβάνει την αποστολή αντικειμένων τα οποία παραδίδονται σ… …   Dictionary of Greek

  • εξοπλιστής — ο [εξοπλίζω] 1. αυτός που εξοπλίζει 2. ο προμηθευτής τών απαραίτητων εφοδίων …   Dictionary of Greek

  • εφοπλιστής — ο 1. αυτός που ναυλώνει και εξοπλίζει πλοίο και τό χρησιμοποιεί με σκοπό το κέρδος 2. κυρίως, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης 3. αυτός που έγινε πλούσιος από ναυτικές επιχειρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφοπλίζω «παρασκευάζω, ετοιμάζω». Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • ναυστολόγος — ναυστολόγος, ὁ (Α) 1. αυτός που εξοπλίζει πλοίο 2. στον πληθ. οἱ ναυστολόγοι τα πορθμεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύστης + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • τιμάριο — το / τιμάριον, ΝΜ (στη Δύση) φέουδο νεοελλ. 1. (στην Ανατολή και ειδικότερα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) εκτεταμένη αγροτική περιοχή που παραχωρούσε ο ηγεμόνας σε στρατιωτικό αξιωματούχο, ο οποίος, καρπούμενος τα έσοδα, αναλάμβανε την υποχρέωση… …   Dictionary of Greek

  • Αληδάκις, Ιμπραήμ — (; – 1774). Γενίτσαρος από τα Χανιά, διαβόητος για τα τσιφλίκια που απέκτησε αρπάζοντας τα χωράφια των χριστιανών και για τις ληστείες και τους φόνους εναντίον κατοίκων της περιοχής. Είναι γνωστός και με τα προσωνύμια Αγριαλής και Αγριολής. Ο Α.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ψαλίδας, Αθανάσιος — (Ιωάννινα 1767 – Λευκάδα 1829). Δάσκαλος του Γένους. Από παλαιά και εύπορη ηπειρωτική οικογένεια, ο Ψ. έμαθε τα πρώτα και τα εγκύκλια γράμματα στα Ιωάννινα και αργότερα (μετά το 1785) στη Νίζνα και στην Πολτάβα της Ρωσίας, όπου ήταν εγκατεστημένα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”